ΜΕΡΟΣ II. ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ


ΜΕΡΟΣ II. ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
1. Σκοπός
Ο σκοπός προκύπτει από την αποστολή και τις αρμοδιότητες του Φορέα Σχεδίασης (όπως ορίζονται στα θεσμικά του κείμενα) σε συνδυασμό με το σκοπό της πολιτικής προστασίας (όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του Ν.3013/2002) κατά το μέρος που αυτός αφορά τον Φορέα Σχεδίασης. Στο παρόν τμήμα του σχεδίου παρατίθεται ακριβής και σύντομη αναφορά του επιδιωκόμενου σκοπού του Φορέα Σχεδίασης σχετικά με το καταστροφικό φαινόμενο.
2. Αντικειμενικοί Στόχοι
Οι αντικειμενικοί στόχοι προκύπτουν από τον σκοπό του σχεδίου σε συνδυασμό με τα στάδια εκδήλωσης του καταστροφικού φαινομένου και τις συνέπειες που δημιουργούν στην ζωή, την υγεία και περιουσία των πολιτών, στο φυσικό και στο ανθρωπογενές περιβάλλον.
Στο παρόν τμήμα του σχεδίου διατυπώνονται οι επιμέρους αντικειμενικοί στόχοι η επίτευξη των οποίων είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση του προαναφερθέντος σκοπού.
Οι στόχοι πρέπει να είναι επικεντρωμένοι και σαφείς προκειμένου να είναι επιτεύξιμοι.
Οι στόχοι παρατίθενται με ιεραρχικό τρόπο. Η ιεράρχηση τους γίνεται με κριτήριο την κρισιμότητα τους στην εκπλήρωση του σκοπού.
Οι στόχοι αναλύονται και εξειδικεύονται σε κατηγορίες δράσεων στα παρακάτω τμήματα II.4.4 - II.4.6.
Επισημαίνεται ότι σχέδιο το οποίο αναλύεται σε δράσεις οι οποίες, είτε δεν βασίζονται σε θεσμικά κείμενα, είτε δεν προβλέπονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα τμήματα II.4.5 και II.4.6, δεν δύναται να εγκριθεί.
3. Ανάλυση κινδύνου - Κατάσταση - Παραδοχές - Προϋποθέσεις - Παράμετροι σχεδιασμού
Στα ακόλουθα τμήματα περιγράφεται η κατάσταση και το περιβάλλον σχεδιασμού όπως διαμορφώνονται από τα στοιχεία της ανάλυσης κινδύνου, τις παραδοχές και τις προϋποθέσεις και τέλος προσδιορίζονται και καταγράφονται οι παράμετροι σχεδιασμού.
3.1.          Περίληψη Ανάλυσης κινδύνου (ΒΑΣ 3, ΒΑΣ 24)
Ανάλυση κινδύνου (ανάλυση διακινδύνευσης, risk analysis) είναι η διεργασία η οποία περιλαμβάνει τη μελέτη των χαρακτηριστικών του καταστροφικού φαινομένου, τη μελέτη των χαρακτηριστικών της περιοχής που είναι πιθανόν να πληγεί, τον προσδιορισμό και την εκτίμηση της τρωτότητας του πληθυσμού, του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της περιοχής και τον συνδυασμό όλων των παραπάνω στοιχείων για την διαμόρφωση εκτίμησης των συνολικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει το καταστροφικό φαινόμενο και την ανάπτυξη σχετικών σεναρίων. Η ανάλυση κινδύνου αποσκοπεί στην επιστημονική στοιχειοθέτηση της ανάγκης για σχεδιασμόκαι είναι απαραίτητη για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων του. Η ανάλυση κινδύνου πρέπει να στηρίζεται στα πιο επίκαιρα και έγκυρα στοιχεία και να περιλαμβάνει τον, κατά το δυνατόν, λεπτομερέστερο χωρικό και χρονικό προσδιορισμό των επιπέδων κινδύνου.
Το επίπεδο πληρότητας της ανάλυσης κινδύνου είναι μία από τις πιο σημαντικές και καθοριστικές αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν κατά τη διάρκεια της διεργασίας σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης.
Στο παρόν τμήμα αναφέρονται συνοπτικά τα αποτελέσματα της ανάλυσης κινδύνου. Συμπληρώνεται μόνο από τους Φορείς που έχουν αρμοδιότητα εκτίμησης κινδύνου ή έχουν επίκαιρα επιστημονικά δεδομένα και καταγραφές από προηγούμενες καταστροφές, η επεξεργασία των οποίων οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την ανάλυση κινδύνου.
Η εποπτική παρουσίαση της ανάλυσης κινδύνου, όταν αυτό είναι δυνατόν, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και μπορεί να επιτευχθεί με την παράθεση, σε παράρτημα, ειδικών χαρτών.
Στις περιπτώσεις που δεν υφίστανται πλήρεις και ολοκληρωμένες μελέτες ανάλυσης κινδύνου τότε ο σχεδιασμός δύναται να στηρίζεται
          στην απλή χαρτογράφηση επικινδυνότητας σε απλό συνδυασμό με δημογραφικά και άλλα στοιχεία (υποδομές, δίκτυα κοινής ωφέλειας, κλπ) ή
          σε ιστορικά στοιχεία επιπτώσεων.
Οι Φορείς Σχεδίασης που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες πρέπει να ανατρέξουν σε θεσμικά κείμενα (π.χ. για κινδύνους από την ύπαρξη επικινδύνων ουσιών σε εγκαταστάσεις(«Τροποποίηση διατάξεων του «Ελληνικού Αντισεισμικού κανονισμού ΕΑΚ-2000» λόγω αναθεώρησης του Χάρτη Σεισμικής Επικινδυνότητας» (ΦΕΚ 1154, τ. Β', 12.08.2003) όπου δίνεται ο χάρτης ζωνών σεισμικής επικινδυνότητας και η κατανομή των νομών, των δήμων και κοινοτήτων της χώρας)
,στην ΚΥΑ 12044/613/19.03.2007, για τον σεισμικό κίνδυνο[1], στην Υπουργική Απόφαση Αριθ. Δ17α/115/9/ΦΝ275/2003, για τον κίνδυνο δασικών πυρκαγιών (Περί κηρύξεως ιδιαιτέρως ευαίσθητων εις πυρκαγιάς περιοχών δασών και δασικών εκτάσεων ως επικινδύνων» (ΠΔ 575/1980, ΦΕΚ 157 τ Α',09.07.1980)) , στο ΠΔ 575/1980, κλπ) σχετικά με την χαρτογράφηση επικινδυνότητας ή/και την ανάλυση κινδύνου ή σε έγγραφη γνώμη αρμοδίων Φορέων (όπως της ΕΜΥ σχετικά με την εκδήλωση επικίνδυνων καιρικών φαινομένων).
Τα παραπάνω θεσμικά κείμενα προσφέρουν κατά βάση μία απλή χαρτογράφηση επικινδυνότητας η οποία σε απλό συνδυασμό με δημογραφικά και άλλα στοιχεία (υποδομές, δίκτυα κοινής ωφέλειας, κλπ) μπορεί να αποτελέσει την επιστημονική βάση για τον καθορισμό προτεραιοτήτων για το σχεδιασμό.
Σημειώνεται ότι συμπληρωματικά ο Φορέας Σχεδίασης μπορεί να χρησιμοποιεί και δικά του ιστορικά στοιχεία τα οποία εξειδικεύουν την ανάλυση κινδύνου σχετικά με τους συγκεκριμένους στόχους του.
Επισημαίνεται ότι η ανάλυση κινδύνου που βασίζεται σε χρονοσειρές δεδομένων προηγουμένων δεκαετιών οδηγεί, κατά κανόνα, σε εσφαλμένη εκτίμηση δεδομένου ότι οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες αλλάζουν. Για τον λόγο αυτό, εάν τέτοια στοιχεία πρέπει να χρησιμοποιηθούν αυτό πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.
3.2. Κατάσταση, Παραδοχές, Προϋποθέσεις και Παράμετροι σχεδιασμού
Κατάσταση είναι η περιγραφή του περιβάλλοντος και των συνεπειών που εκτιμάται ότι θα προκύψουν από μία καταστροφή με έμφαση σε αυτές που η αντιμετώπιση τους αποτελεί αρμοδιότητα του Φορέα Σχεδίασης ή δύναται να επηρεάσουν σημαντικά τις δράσεις που πρέπει να υλοποιηθούν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του Φορέα Σχεδίασης. Είναι προφανές ότι η κατάσταση προσδιορίζεται από την ανάλυση κινδύνου (λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερθέντα στο τμήμα ΙΙ.3.1) και τα είδη σεναρίων που θα αποφασιστεί ότι το σχέδιο καλείται να αντιμετωπίσει. Στην περίπτωση που αποφασισθεί να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα σενάρια είναι απαραίτητο να παρατεθούν σε παράρτημα και στο παρόν τμήμα να περιγραφούν μόνο τα βασικά τους στοιχεία.
Παραδοχές είναι οι εκ των προτέρων εκτιμήσεις για την εξέλιξη του καταστροφικού φαινομένου και την αντίστοιχη συμπεριφορά των στοιχείων του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και του πληθυσμού. Πρέπει να εκφράζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδέονται με το τι θα λάβει χώρα σε επιμέρους θέματα σχετικά με την υλοποίηση δράσεων απαραίτητων για την εφαρμογή του σχεδίου. Σχετίζονται με την εκτίμηση τρωτότητας των υποδομών, με την σύσταση και την προβλεπόμενη συμπεριφορά του κοινού που εκτιμάται ότι θα εκτεθεί στον κίνδυνο, κλπ. (π.χ. στην περίπτωση ισχυρών χιονοπτώσεων παραδοχή είναι ότι οι οδηγοί θα εφαρμόσουν τις οδηγίες της τροχαίας, στην περίπτωση σεισμού ότι τα κτίρια θα επιδείξουν την στατική επάρκεια που αντιστοιχεί στον αντισεισμικό κανονισμό του έτους ανέργεσής τους, κλπ).
Οι παραδοχές καταδεικνύουν τα σημεία και την κατάσταση που εάν δεν ισχύσει, κάποια(ες) από τις προβλεπόμενες επιμέρους δράσεις του σχεδίου δεν θα μπορέσουν να υλοποιηθούν όπως, εκ των προτέρων, έχουν σχεδιαστεί. Για αυτόν το λόγο η αναγνώριση και η παράθεση τους έχει βαρύνουσα σημασία.
Προϋποθέσεις είναι οι κατηγορίες δράσεων στις οποίες πρέπει να προβούν οι Υπηρεσίες προ της εφαρμογής του σχεδίου ούτως ώστε αυτό να είναι δυνατόν να υλοποιηθεί (εκπαίδευση του προσωπικού, διαθεσιμότητα και επιχειρησιακή ετοιμότητα περιγραφόμενων ανθρώπινων και υλικών πόρων, κλπ).
Παράμετροι σχεδιασμού είναι
• μεγέθη που χαρακτηρίζουν την ένταση και την έκταση των συνεπειών της καταστροφής στον πληθυσμό, το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον [όπως συνολικός αριθμός ατόμων που εκτίθενται στον κίνδυνο, αριθμός ατόμων ειδικών ομάδων πληθυσμού, αριθμός τραυματιών, αριθμός θανόντων, έκταση θαλάσσιας ρύπανσης, αριθμός κτιρίων που έχουν καταρρεύσει, αριθμός χιλιομέτρων οδών στις οποίες πρέπει να διασφαλισθεί/αποκατασταθεί η κυκλοφορία, κλπ] και
•   μεγέθη που χαρακτηρίζουν την δυναμικότητα του ανθρώπινου δυναμικού [όπως αριθμός ειδικών ομάδων επέμβασης (για έρευνα και διάσωση ατόμων, για απολύμανση κοινού, κλπ)] και του  ειδικού  εξοπλισμού του Φορέα Σχεδίασης και των διαφόρων υποδομών [νοσοκομείων (π.χ. αριθμός μονάδων εντατικής θεραπείας, κλπ), χώρων συγκέντρωσης πληθυσμού, κλπ,] που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων. Νοείται ότι οι παράμετροι σχεδιασμού είναι δυνατόν να διαφέρουν ανάλογα με το επίπεδο σχεδιασμού (εθνικό, περιφερειακό, νομαρχιακό, τοπικό) και ανάλογα με το σενάριο (χείριστο ή πιθανό) το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή της κατάστασης.
Στο παρόν τμήμα αναφέρονται διαδοχικά η κατάσταση, οι παραδοχές, οι προϋποθέσεις και οι παράμετροι σχεδιασμού όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα και εξειδικευμένα για την συγκεκριμένη καταστροφή σε σχέση με τον Φορέα Σχεδίασης.
4. Ιδέα Επιχειρήσεων
Ιδέα επιχειρήσεων είναι οι βασικές αρχές και το συνολικό σκεπτικό με βάση το οποίο ο Φορέας Σχεδίασης εξασφαλίζει, αναπτύσσει, διοικεί, ελέγχει και συντονίζει χρονικά και ιεραρχικά πόρους για να επιτύχει τους αντικειμενικούς του στόχους και να εκπληρώσει τον σκοπό του.
Είναι δηλαδή η συνολική προσέγγιση του Φορέα Σχεδίασης (η χρονική αλληλουχία και το εύρος των δράσεων) για την αντιμετώπιση της κατάστασης ετοιμότητας πολιτικής προστασίας ή/και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας δηλαδή τι και γιατί θα λάβει χώρα, πότε, που και κάτω από την διοίκηση ποίου.
Στα ακόλουθα τμήματα, κατ' αρχήν γίνεται συνοπτική και ακριβής περιγραφή των βασικών αρχών που διέπουν την διαχείριση της κατάστασης ετοιμότητας πολιτικής προστασίας ή/και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας από τον Φορέα Σχεδίασης. Ακολούθως, αναλύονται τα στάδια επιχειρήσεων, τα κριτήρια και τα επίπεδα κλιμάκωσης επιχειρήσεων, αναφέρονται οι αρμοδιότητες και περιγράφονται οι δράσεις που θα υλοποιήσει στα διάφορα στάδια επιχειρήσεων ο Φορέας Σχεδίασης, η κατανομή των δράσεων μεταξύ των εμπλεκομένων υπηρεσιών του καθώς και η συνεργασία του με άλλους Δημόσιους Φορείς, Ιδιωτικούς Φορείς και εθελοντικές οργανώσεις στα πλαίσια του παρόντος σχεδίου. Επίσης δίνονται συντονιστικές οδηγίες για την εύρυθμη ταυτόχρονη ή επακόλουθη εφαρμογή άλλων σχεδίων που συντάσσονται στα πλαίσια της ΥΑ 1299/2003 ή μη.
4.1. Βασικές Αρχές
Στο παρόν τμήμα αναφέρονται οι βασικές αρχές που καθοδηγούν την δράση του Φορέα Σχεδίασης για την διαχείριση της κατάστασης ετοιμότητας πολιτικής προστασίας ή/και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας. Αναφέρονται, εάν υπάρχουν, συγκεκριμένα κείμενα (π.χ. δόγμα εμπλοκής του Φορέα σε καταστάσεις εκτάκτων αναγκών) στα οποία καθορίζονται οι παραπάνω βασικές αρχές.
Παραδείγματα βασικής αρχής αποτελούν φράσεις όπως: «ο Φορέας Σχεδίασης εκπληρώνει τις δράσεις που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του χρησιμοποιώντας αποκλειστικά ίδιους πόρους», «ο Φορέας Σχεδίασης εκπληρώνει τις δράσεις που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του χρησιμοποιώντας αποκλειστικά πόρους Ιδιωτικών Φορέων», «ο Φορέας Σχεδίασης ενεργοποιείται από μόνος του», «ο Φορέας Σχεδίασης ενεργοποιείται μόνο αφού ειδοποιηθεί από άλλους Φορείς» κλπ. Το τμήμα αυτό είναι πιθανόν να καταστεί ιδιαίτερα χρήσιμο στην εξεύρεση λύσεων εάν και όταν κατά την εφαρμογή του σχεδίου διαπιστωθούν κάποιες αδυναμίες ή ελλείψεις.
4.2. Στάδια επιχειρήσεων
Από την σχεδιαστική σκοπιά, οι καταστροφές βασικώς διαχωρίζονται σε αυτές για τις οποίες υφίσταται κάποιας μορφής δυνατότητα έγκαιρης προειδοποίησης και σε αυτές για τις οποίες κάτι τέτοιο είναι, επί του παρόντος τουλάχιστον, ανέφικτο.
Τα στάδια επιχειρήσεων δηλαδή οι Φάσεις εξέλιξης του κάθε κινδύνου/καταστροφικού φαινομένου [στα διάφορα σενάρια (χείριστα ή πιθανά)] ορίζονται με βάση επιστημονικά και επιχειρησιακά δεδομένα και παραμέτρους και είναι δυνατόν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε καταστροφής.
Για ορισμένες από τις καταστροφές που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία είναι δυνατόν να έχει αποφασιστεί από διεθνείς οργανισμούς σαφής κατηγοριοποίηση των φάσεων εξέλιξης, η οποία πρέπει να ακολουθηθεί κατά τον σχεδιασμό [π.χ. για επιδημίες αυτό γίνεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, Π.Ο.Υ. (World Health Organization, WHO)]. Σε αυτήν την περίπτωση, η εν λόγω κατηγοριοποίηση πρέπει να ακολουθείται από όλους τους εμπλεκόμενους Φορείς.
Η χρονική εξέλιξη και των δύο κατηγοριών καταστροφικών φαινομένων μπορεί να ενταχθεί γενικά στις τέσσερις φάσεις του συστήματος κινητοποίησης πολιτικής προστασίας που ορίζονται στο ΓΣΠΠ [ΥΑ 1299/2003, σελ. 5819]. Για διευκρινιστικούς λόγους σημειώνονται τα ακόλουθα:
Φάση 1η Συνήθης ετοιμότητα
Κατά την φάση αυτή υλοποιούνται μέτρα και ενέργειες του Φορέα Σχεδίασης, που συμβάλλουν στην προετοιμασία του για τις επόμενες φάσεις ενεργειών, που εξασφαλίζουν δηλαδή την κινητοποίηση για την υλοποίηση των δράσεων ανάλογα με την εμπλοκή του Φορέα Σχεδίασης στα στάδια επιχειρήσεων.
Γίνονται προπαρασκευαστικές δράσεις/ενέργειες που εξασφαλίζουν τις συνθήκες για την εφαρμογή των εγκεκριμένων σχεδίων και την επιχειρησιακή ετοιμότητα του μηχανισμού αντιμετώπισης (όπως συντήρηση, προμήθεια υλικών, κλπ).
Συγκεκριμένα, στο στρατηγικό επίπεδο λαμβάνονται αποφάσεις
α) για την εξασφάλιση των οικονομικών πόρων που θα διατεθούν για την πιθανή μίσθωση μηχανημάτων, πρόσληψη εποχιακού προσωπικού, προμήθεια υλικών (π.χ. άλατος στην περίπτωση σχεδιασμού για χιονοπτώσεις), κλπ, και
β) για την δρομολόγηση της ανάπτυξης των διαθέσιμων πόρων με βάση τα συμπεράσματα της ανάλυσης κινδύνου.
Σε όλα τα επίπεδα ελέγχεται η λειτουργία του συστήματος επικοινωνίας και ροής πληροφοριών για την συνεννόηση μεταξύ των εμπλεκομένων και την λήψη αποφάσεων. Αξιολογούνται όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και πληροφορίες που συλλέγονται από τα συστήματα επιτήρησης, πρόβλεψης και έγκαιρης προειδοποίησης για τον σχηματισμό βάσιμης εκτίμησης της κατάστασης.
Γίνεται έλεγχος του αριθμού και της κατάστασης των μέσων πολιτικής προστασίας.
Διευκρινίζεται ότι ενώ χρονικά είναι δυνατόν κατά την διάρκεια της φάσης 1 να λαμβάνουν χώρα δράσεις που ανήκουν στην πρόληψη και τον σχεδιασμό, για τον σκοπό σύνταξης του σχεδίου οι δράσεις αυτές δεν ανήκουν στην φάση 1 και δεν πρέπει συμπεριλαμβάνονται σε αυτό.
Φάση 2η Αυξημένη ετοιμότητα
Εάν από την συναξιολόγηση των πληροφοριών που γίνεται από τους θεσμοθετημένους φορείς (του εσωτερικού ή του εξωτερικού) δίδεται σχεδόν η βεβαιότητα, ότι επίκεινται καταστροφικά φαινόμενα, πέραν των ενεργειών της φάσης 1, τα αρμόδια όργανα αποφασίζουν και υλοποιείται η απαραίτητη (με βάση την αναμενόμενη εξέλιξη του φαινομένου) κινητοποίηση και ανάπτυξη του μηχανισμού πολιτικής προστασίας σε όλα τα επίπεδα.
Συνέρχονται τα επιτελικά (εάν κριθεί απαραίτητο) και τα επιχειρησιακά όργανα (υποχρεωτικά) και διατελούν σε πλήρη ετοιμότητα, για την εκτέλεση της αποστολής τους, και λαμβάνουν, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, και επιπλέον προληπτικά μέτρα. Μέτρα δηλαδή που συνδέονται με την εμφάνιση ή/και την αντιμετώπιση του φαινομένου και αποσκοπούν στην μείωση της πιθανότητας εμφάνισης του φαινομένου που θα προκαλέσει την καταστροφή ή/και στην μείωση των συνεπειών από αυτήν (π. χ. αύξηση της επιτήρησης των δασών με στόχο την έγκαιρη αναγγελία και την άμεση επέμβαση).
Φάση 3η Αντιμετώπιση (άμεση κινητοποίηση - επέμβαση)
Στην φάση αυτή γίνεται ανάπτυξη των απαραίτητων πόρων του συστήματος πολιτικής προστασίας για τον έλεγχο και την καταστολή (εάν είναι δυνατόν) του καταστροφικού φαινομένου και κυρίως την αντιμετώπιση και τον μετριασμό των άμεσων συνεπειών του.
Υλοποιούνται συγκεκριμένες δράσεις από τους Φορείς που εντέλλονται με βάση το σχέδιο. Τα αρμόδια πρόσωπα και όργανα στα διάφορα ιεραρχικά επίπεδα συλλέγουν στοιχεία, αξιολογούν την κατάσταση, εισηγούνται και αποφασίζουν την υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων. Η εκτίμηση των απαραίτητων πόρων γίνεται από τα αρμόδια όργανα με βάση την αναμενόμενη εξέλιξη του φαινομένου και τις ανάγκες του πληθυσμού. Οι δυνάμεις του τακτικού επιπέδου υλοποιούν τα παραπάνω μέτρα.
Όπου κρίνεται σκόπιμο, ενημερώνονται οι πολίτες για την λήψη μέτρων αυτοπροστασίας, την συνδρομή και την διευκόλυνση του έργου των δυνάμεων του Φορέα Σχεδίασης.
Το σύστημα επικοινωνιών, ευρίσκεται σε πλήρη λειτουργία και οι υπηρεσίες διοικητικής μέριμνας είναι σε ετοιμότητα για την στήριξη του επιχειρησιακού έργου και την δρομολόγηση της επίλυσης των άμεσων προβλημάτων των πληγέντων.
Γίνεται η πρώτη εκτίμηση των ζημιών, εκτίμηση της καταστάσεως και παρέχεται άμεση αρωγή στους πληγέντες (εξασφάλιση τροφής, στέγης, κλπ). Υλοποιούνται δράσεις για την σταδιακή αποκατάσταση της καθημερινής λειτουργίας στην πληγείσα περιοχή (π.χ. άρση καταπτώσεων για την αποκατάσταση της κυκλοφορίας, εξασφάλιση ηλεκτροδότησης και παροχής ύδατος, κλπ).
Δράσεις που αφορούν στην οριστική αποκατάσταση των υποδομών που έχουν καταστραφεί δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο του σχεδίου. Σημειώνεται όμως ότι οι δράσεις που πραγματοποιούνται κατά την φάση 4 είναι δυνατόν να επηρεάσουν (θετικά ή αρνητικά) την υλοποίηση των μακροχρόνιων προγραμμάτων αποκατάστασης και για αυτόν το λόγο πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή.
Στο παρόν τμήμα ορίζονται και περιγράφονται οι Φάσεις εξέλιξης του καταστροφικού φαινομένου, αντιστοιχίζονται στις τέσσερις φάσεις του συστήματος κινητοποίησης πολιτικής προστασίας (όπως ορίζονται και περιγράφονται στο ΓΣΠΠ) και αναφέρεται σε ποιες από αυτές υπάρχει εμπλοκή του Φορέα Σχεδίασης με την αναφορά συνοπτικά των λειτουργιών (βλέπε Μέρος III) που θα ενεργοποιήσει ο Φορέας Σχεδίασης, για την διαχείριση της κατάστασης ετοιμότητας πολιτικής προστασίας ή/και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας. Τα παραπάνω αναλύονται διεξοδικότερα στα τμήματα II.4.4 -II.4.6.
4.3. Κλιμάκωση επιχειρήσεων
Η στοιχειοθέτηση της κλιμάκωσης των επιχειρήσεων προϋποθέτει τον καθορισμό των κρισίμων παραμέτρων για την υλοποίηση των διαφόρων δράσεων σε όλες τις φάσεις εξέλιξης του καταστροφικού φαινομένου και ακολούθως την χρησιμοποίηση τους για την διατύπωση σχετικών κριτηρίων στα οποία στηρίζεται η κλιμάκωση.
Σύμφωνα με τον Ν.3013/2002 η συνολική κλιμάκωση των καταστροφών στηρίζεται σε δύο παραμέτρους την έκταση και την ένταση της καταστροφής. Ουσιαστικά η κλιμάκωση ανάγεται στην σχέση μεταξύ των απαιτούμενων και των διαθέσιμων πόρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της καταστροφής και συνεπάγεται και ένα αντίστοιχο επίπεδο συντονισμού.
Η έκταση αναφέρεται στον χώρο στον οποίο εκδηλώνονται οι συνέπειες του καταστροφικού φαινομένου και βασίζεται στην διοικητική διάρθρωση της χώρας σε περιφέρειες και ΟΤΑ Α' και Β' βαθμού. Σημειώνεται ότι στον καθορισμό της έκτασης μίας καταστροφής πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπ' όψιν ειδικότερες νομοθεσίες οι οποίες ρυθμίζουν αρμοδιότητες Φορέων σχετικά με υποδομές (π. χ. οδικό δίκτυο, κλπ), γεωμορφολογικά στοιχεία (π.χ. ποταμοί, κλπ), κλπ. Η ένταση της καταστροφής καθορίζεται από το μέγεθος των απωλειών ή ζημιών που αφορούν στη ζωή, στην υγεία και στην περιουσία των πολιτών, στα αγαθά, στις παραγωγικές πηγές, στο περιβάλλον και στις υποδομές.
Οι κατηγορίες των καταστροφών, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως συνολικά επίπεδα κλιμάκωσης, ορίζονται στο Ν.3013/2002 (αρθ. 2, παρ. 3) και είναι: Γενική καταστροφή
Περιφερειακή καταστροφή μεγάλης έντασης
Περιφερειακή καταστροφή μικρής έντασης
Τοπική καταστροφή μεγάλης έντασης
Τοπική καταστροφή μικρής έντασης
Επίσης στον Ν. 3013/2002 (αρθ. 2, παρ. 4) ορίζεται η
Κατάσταση κινητοποίησης πολιτικής προστασίας η οποία διακρίνεται στην:
α. Κατάσταση ετοιμότητας πολιτικής προστασίας
β. Κατάσταση έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας
Σημειώνεται ότι η κλιμάκωση του κάθε Φορέα Σχεδίασης δεν πρέπει να συγχέεται με την γενικότερη κλιμάκωση του συνόλου του μηχανισμού (η οποία ορίζεται στο Ν.3013/2002, αρθ. 2) και είναι δυνατόν να λαμβάνει χώρα σε διαφορετικές φάσεις του συστήματος κινητοποίησης πολιτικής προστασίας όπως προκύπτει από τον ρόλο και τις αρμοδιότητες του.
Σημειώνεται επίσης ότι η κλιμάκωση δεν αναφέρεται απλώς στην ανάπτυξη περισσότερων πόρων για την υλοποίηση των ίδιων δράσεων αλλά και στην ανάπτυξη πόρων για την υλοποίηση νέων δράσεων που δεν περιλαμβάνονται στα προηγούμενα επίπεδα.
Η σχέση των συνολικών επιπέδων κλιμάκωσης με τα επίπεδα κλιμάκωσης του Φορέα Σχεδίασης πρέπει να εξειδικεύεται στα εκάστοτε σχέδια (Υπουργείων, Περιφερειών, Ν.Α.). Γενικά, η κλιμάκωση των εμπλεκόμενων Φορέων σχεδίασης κατευθύνει τον καθορισμό της συνολικής κλιμάκωσης η οποία αποτελεί αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας (για όλες τις κατηγορίες καταστροφών πλην της γενικής καταστροφής) ή του Υπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης & Αποκέντρωσης (για την γενική καταστροφή). Ιδιαίτερη σημασία έχει η αποφυγή της αναντιστοιχίας στον ορισμό των επιπέδων κλιμάκωσης των Φορέων Σχεδίασης που εμπλέκονται στο ίδιο στάδιο επιχειρήσεων (βλ. τμήμα ΙΙ.4.2).
Στα ακόλουθα τμήματα ορίζονται και περιγράφονται από τον Φορέα Σχεδίασης τα κριτήρια και τα επίπεδα κλιμάκωσης όσον αφορά στην κινητοποίηση και την ανάπτυξη των δικών του πόρων. Τα ακόλουθα τμήματα στοχεύουν στο να έχει γίνει η απαραίτητη προεργασία ώστε να είναι δυνατός, με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, ο χαρακτηρισμός μίας επαπειλούμενης ή συντελεσθείσας καταστροφής στις οριζόμενες στον Ν.3013/2002 καταστάσεις κινητοποίησης πολιτικής προστασίας ή/και κατηγορίες καταστροφών.
4.3.1. Κριτήρια κλιμάκωσης
Στο παρόν τμήμα αναφέρονται
•   οι κρίσιμες παράμετροι για την υλοποίηση των δράσεων ετοιμότητας, αντιμετώπισης και αποκατάστασης των συνεπειών της καταστροφής για τις οποίες είναι θεσμικά αρμόδιος ο Φορέας Σχεδίασης και
•   τα αντίστοιχα κριτήρια κλιμάκωσης.
Οι κρίσιμες παράμετροι είναι γενικά δύο κατηγοριών:
         Αυτές που αφορούν επαπειλούμενη (ή εν δυνάμει) καταστροφή και επομένως στηρίζονται στην πρόβλεψη από συστήματα επιτήρησης ή έγκαιρης προειδοποίησης (του εσωτερικού ή/και του εξωτερικού) ή θεσμοθετημένες επιστημονικές επιτροπές (του εσωτερικού ή/και του εξωτερικού). Οι Φορείς που είναι αρμόδιοι για τα παραπάνω χρησιμοποιούν τα επίπεδα κινδύνου από τα συστήματα επιτήρησης ή έγκαιρης προειδοποίησης για τον καθορισμό επιπέδων προβλεπόμενης βραχυπρόθεσμης επικινδυνότητας και των αντίστοιχων επιπέδων κλιμάκωσης της κατάστασης ετοιμότητας πολιτικής προστασίας [όπως ο χάρτης πρόβλεψης κινδύνου δασικών πυρκαγιών (ΓΓΠΠ), το δελτίο πρόγνωσης καιρού και εκδήλωσης επικινδύνων καιρικών φαινομένων (ΕΜΥ), κλπ] σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο ΓΣΠΠ.
         Αυτές που αφορούν συντελεσθείσα καταστροφή και προσδιορίζονται από τις ανάγκες για την υλοποίηση δράσεων αντιμετώπισης και αποκατάστασης των συνεπειών της καταστροφής. Συνήθως είναι παράμετροι σχεδιασμού δηλαδή μεγέθη που χαρακτηρίζουν την δυναμικότητα υποδομών και του προσωπικού που είναι απαραίτητο για την υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων ή μεγέθη που χαρακτηρίζουν τις συνέπειες της καταστροφής. Οι παράμετροι αυτές χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των επιπέδων κλιμάκωσης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας.
Οι κρίσιμες παράμετροι αποτελούν τη βάση για τη διατύπωση κριτηρίων για την κλιμάκωση. Γενικά είναι κοινές σε πολλές καταστροφές, αν και δύνανται να διαφέρουν μεταξύ ευρύτερων κατηγοριών καταστροφών (π.χ. μεταξύ φυσικών, τεχνολογικών ή λοιπών καταστροφών) ανάλογα με τις συνέπειες τους. Τα κριτήρια πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται ανά καταστροφή και να χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό της κάθε καταστροφής σε μία από τις πέντε κατηγορίες καταστροφών που ορίζονται στο αρθ.2 του Ν.3013/2002.
Τα κριτήρια πρέπει να διατυπώνονται έτσι ώστε με βάση αυτά να ορίζεται το επίπεδο κλιμάκωσης από το οποίο και πάνω απαιτείται συνδρομή σε προσωπικό και μέσα που αυξάνουν τις επιχειρησιακές δυνατότητες του Φορέα που έχει την κύρια ευθύνη από άλλους Φορείς του Δημοσίου ή του Ιδιωτικού Τομέα. Τα κριτήρια είναι δύο κατηγοριών ποιοτικά ή ποσοτικά.
4.3.2. Επίπεδα κλιμάκωσης
Στο παρόν τμήμα παρατίθενται δύο πίνακες που αναφέρονται αντίστοιχα
         στα επίπεδα κλιμάκωσης της κατάστασης ετοιμότητας πολιτικής προστασίας και
         στα επίπεδα κλιμάκωσης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας.
Η προτεινόμενη μορφή των πινάκων είναι:
 Πίνακας 2
Επίπεδο
Περιγραφή δράσεων
Εμπλεκόμενες υπηρεσίες
Συντονισμός από
κλιμάκωσης
Επιπέδου κλιμάκωσης
Φορέα Σχεδίασης για την
(υπηρεσία/όργανο/
Ετοιμότητας
ετοιμότητας
υλοποίηση των δράσεων
πρόσωπο του Φορέα



Σχεδίασης)
Οι πίνακες δημιουργούνται με βάση τα κριτήρια που παρατέθηκαν στο προηγούμενο τμήμα και την ανάλυση της δυνατότητας ανάληψης δράσεων από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες στα διάφορα διοικητικά επίπεδα του Φορέα Σχεδίασης.
Σημειώνεται ότι τα επίπεδα κλιμάκωσης της κατάστασης ετοιμότητας πολιτικής προστασίας ορίζονται μόνο από τους Φορείς που είναι θεσμικά αρμόδιοι για αυτό. Οι Φορείς αυτοί είναι συνήθως κεντρικές και εξειδικευμένες υπηρεσίες (βλέπε τμήμα II.4.3.1). Οι υπόλοιποι Φορείς οφείλουν να τα αποδέχονται και να προβαίνουν στην κατάταξη των δράσεων, για τις οποίες είναι αρμόδιοι., στα οριζόμενα επίπεδα.
Πίνακας 3
Επίπεδο κλιμάκωσης έκτακτης ανάγκης
Περιγραφή δράσεων Επιπέδου κλιμάκωσης έκτακτης ανάγκης
Εμπλεκόμενες υπηρεσίες Φορέα Σχεδίασης για την υλοποίηση των δράσεων
Συντονισμός από (υπηρεσία /όργανο/ πρόσωπο του Φορέα Σχεδίασης)
Όσον αφορά στην εφαρμογή των παραπάνω σημειώνονται τα ακόλουθα. Με βάση την αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης (επιπτώσεις στο κοινό, πρώτη εκτίμηση της πληγείσας έκτασης, εκτίμηση ζημιών, κλπ), την πρόβλεψη για την αναμενόμενη εξέλιξη της σε συνδυασμό με τους διαθέσιμους πόρους, τα υπεύθυνα όργανα (βλέπε τμήμα ΙΙΙ.2) προβαίνουν σε:
         εκτίμηση  της  απαραίτητης κλιμάκωσης για την  αντιμετώπιση  του  καταστροφικού φαινομένου,
         χαρακτηρισμό της καταστροφής,
         επιλογή του επιπέδου διοίκησης, ελέγχου και συντονισμού,
         προσφυγή σε διεθνή βοήθεια (λόγω εξάντλησης πόρων ή έλλειψης εξειδικευμένων δυνατοτήτων), εάν απαιτηθεί.
Επισημαίνεται ότι,
         στον καθορισμό του επιπέδου κλιμάκωσης πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπ' όψιν τι δύναται να κινδυνεύσει και όχι μόνον ότι έχει ήδη πληγεί
         η κλιμάκωση πρέπει να γίνεται με βάση τις πραγματικές διαστάσεις της κατάστασης ούτως ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα εσφαλμένης διάθεσης των μέσων. Η εσφαλμένη διάθεση των μέσων μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που θα εκδηλωθούν ταυτόχρονα σε άλλες περιοχές.
•   η  αύξηση των  μέσων δεν συνεπάγεται απαραιτήτως και την αποτελεσματικότερη
αντιμετώπιση της κατάστασης καθόσον, δύναται να έχει αρνητική επίπτωση στα επίπεδα ασφαλείας στο τακτικό επίπεδο, να προκαλέσει σύγχυση και να οδηγήσει στην εμφάνιση προβλημάτων συντονισμού με τελικό αποτέλεσμα τις καθυστερήσεις στο χρόνο επέμβασης.
Τονίζεται ιδιαίτερα ότι πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται εκ των προτέρων κάθε δυνατή πρόνοια [βλ. τμήματα     (Επικοινωνίες και Διαχείριση Πληροφορίας) και ΙΙΙ.2 (Διοίκηση, Έλεγχος και Συντονισμός Επιχειρήσεων)] ώστε
οι δράσεις του κάθε Φορέα να μην ακυρώνουν την υλοποίηση των δράσεων κλιμάκωσης των άλλων εμπλεκομένων Φορέων.
Επισημαίνεται ότι ο ορισμός επιπέδων κλιμάκωσης πρέπει να συνδέεται με τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους που διασφαλίζουν την επιτυχή υλοποίηση τους.
4.4. Ρόλοι, Αρμοδιότητες & Δράσεις των επιχειρησιακά εμπλεκόμενων Γενικών Διευθύνσεων και των Διευθύνσεών τους (ΒΑΣ 1, ΒΑΣ 5)
Στο παρόν τμήμα (σε συνέχεια των ορισθέντων στο τμήμα II.4.2) αναφέρονται, με σαφήνεια και συνοπτικά, αποκλειστικά και μόνο οι επιχειρησιακά εμπλεκόμενες μονάδες (Δ/νσεις, Κέντρα Επιχειρήσεων, ειδικές ομάδες, κλπ) του Φορέα Σχεδίασης, οι αντίστοιχες αρμοδιότητες τους, οι δράσεις που αυτές είναι υπεύθυνες να υλοποιήσουν στην κάθε φάση εξέλιξης του καταστροφικού φαινομένου και η λειτουργία στην οποία η κάθε μία δράση εντάσσεται. Είναι απαραίτητη η, σαφής και με επιγραμματικό τρόπο, αναφορά (ΦΕΚ, άρθρο, παράγραφος, εδάφιο) του θεσμικού πλαισίου (Ν, ΠΔ, ΚΥΑ, ΥΑ, κλπ) από το οποίο προκύπτουν οι αρμοδιότητες. Πρέπει επίσης να αναφέρονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι δυνατόν να υπάρξουν διαφοροποιήσεις στα παραπάνω ορισθέντα.
Εάν υπάρχουν περισσότερες από μία εμπλεκόμενες μονάδες, πρέπει να ορίζεται ποια μονάδα έχει την ευθύνη για την υλοποίηση της κάθε δράσης (κύριος ρόλος: Κ), ποιες την υποστηρίζουν (υποστηρικτικός ρόλος: Υ) και με ποιον τρόπο. Για την διασφάλιση του συντονισμού μεταξύ των επιχειρησιακά εμπλεκομένων μονάδων του Φορέα Σχεδίασης ορίζεται ο ρόλος των Γενικών Διευθυντών (ή των αντιστοίχων θέσεων στον εκάστοτε Φορέα Σχεδίασης) με βάση τις αρμοδιότητες και τις σχετικές εξουσιοδοτικές πράξεις που έχουν εκδοθεί από την Πολιτική Ηγεσία
Νοείται, ότι ο κάθε Γενικός Διευθυντής ενεργεί πάντοτε κατ' εξουσιοδότηση του Γενικού Γραμματέα στον οποίο υπάγεται και ο οποίος συμμετέχει στο ΚΣΟΠΠ (βλ. τμήμα ΙΙΙ.2 και Ν.3013/2002 αρθ.5).
Για εποπτικούς λόγους η καταγραφή σε πίνακα των παραπάνω είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Σημειώνεται ότι συμπληρώνεται ένας πίνακας για κάθε επίπεδο διοίκησης (όπως αυτά ορίζονται στο τμήμα ΙΙΙ.2).
Η προτεινόμενη μορφή του πίνακα είναι η ακόλουθη:

Πίνακας 4
Φάση συστήματος
Φάση εξέλιξης
Λειτουργία
Δράση
Αρμόδια
Ρόλος
κινητοποίησης πολιτικής
καταστροφικού


Μονάδα
(Κ/Υ)
προστασίας
φαινομένου




Φάση συστήματος κινητοποίησης πολιτικής προστασίας όπως ορίζονται στην ΥΑ 1299/2003 και διευκρινίσθηκαν παραπάνω στο τμήμα II.4.2
Φάση εξέλιξης καταστροφικού φαινομένου όπως ορίσθηκαν στο τμήμα II.4.2 Λειτουργία όπως ορίζονται στο Μέρος III του σχεδίου Ρόλος: Κ: κύριος, Υ: υποστηρικτικός
Για διευκόλυνση των αρμόδιων για την σύνταξη σχεδίων, στο Παράρτημα Α παρατίθεται συμπληρωμένος ο Πίνακας 4 για την ΓΓΠΠ όσον αφορά στο Γενικό Σχέδιο Αντιμετώπισης Τεχνολογικού Ατυχήματος Μεγάλης Έκτασης (ΣΑΤΑΜΕ).
Στο παρόν τμήμα δεν παρατίθενται διαδικαστικές λεπτομέρειες για την υλοποίηση των δράσεων. Αυτές πρέπει να αναφέρονται στα σχετικά τμήματα του Μέρους III.
4.5. Συνέργεια - Συνεργασία με άλλους εμπλεκόμενους Δημόσιους Φορείς, Ιδιωτικούς Φορείς και Ιδιώτες (ΒΑΣ 2, ΒΑΣ 5)
Στο παρόν τμήμα (σε συνέχεια των ορισθέντων στο τμήμα II.4.2) για κάθε φάση εξέλιξης του καταστροφικού φαινομένου και αντίστοιχη φάση κινητοποίησης του συστήματος πολιτικής προστασίας αναφέρονται, με σαφήνεια και συνοπτικά, οι δράσεις (και η λειτουργία στην οποία η κάθε μία εντάσσεται) που ο Φορέας Σχεδίασης δεν δύναται να φέρει εις πέρας χρησιμοποιώντας αποκλειστικά δικούς του πόρους αλλά είναι απαραίτητο να συνεργαστεί με άλλους Δημόσιους ή Ιδιωτικούς Φορείς.
Για κάθε μία από τις παραπάνω δράσεις αναφέρεται η μονάδα του Φορέα Σχεδίασης που είναι αρμόδια για την υλοποίηση της συνεργασίας. Εάν υπάρχουν περισσότερες από μία εμπλεκόμενες μονάδες, πρέπει να ορίζεται ποια μονάδα έχει την ευθύνη για την υλοποίηση της κάθε δράσης (κύριος ρόλος: Κ), ποιες την υποστηρίζουν (υποστηρικτικός ρόλος: Υ) και με ποιον τρόπο.
Είναι απαραίτητη η, με σαφήνεια και επιγραμματικό τρόπο, αναφορά (ΦΕΚ, άρθρο, παράγραφος, εδάφιο) του θεσμικού πλαισίου (Ν, ΠΔ, ΚΥΑ, ΥΑ, κλπ) από το οποίο προκύπτουν οι αρμοδιότητες τους.
Ιδιαίτερα για την συνεργασία με Ιδιωτικούς Φορείς πρέπει να αναφέρεται σαφώς η αρμόδια μονάδα (συνήθως Δ/νση) για τον καθορισμό των δράσεων και των διαδικασιών για την ανάθεση, των απαραίτητων για την υλοποίηση των δράσεων, έργων.
Για εποπτικούς λόγους η καταγραφή των παραπάνω σε πίνακα της μορφής του πίνακα 4 είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.
Η υλοποίηση των έργων και δράσεων από την αρμόδια Δ/νση προϋποθέτει την σύμφωνη γνώμη και έγκριση του Γενικού Δ/ντη ή του Γενικού Γραμματέα, o οποίος διασφαλίζει (εάν απαιτείται) με βάση τις αρμοδιότητες και τις σχετικές εξουσιοδοτικές πράξεις που έχουν εκδοθεί και την, εκ των προτέρων, δυνατότητα καταβολής σχετικών δαπανών από τις οικονομικές υπηρεσίες του Φορέα Σχεδίασης ούτως ώστε το σχέδιο να είναι υλοποιήσιμο.
Τα παραπάνω βεβαίως δεν ισχύουν στην περίπτωση που έχουν εκδοθεί (βάσει του σχεδίου) εξουσιοδοτικές πράξεις του Γενικού Δ/ντη προς τις αρμόδιες Δ/νσεις.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η υπογραφή Μνημονίου συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων. Το μνημόνιο παρατίθεται σε παράρτημα. Είναι αυτονόητο ότι οι εν λόγω συνεργασίες κινούνται εντός των πλαισίων των θεσμικών αρμοδιοτήτων των εμπλεκομένων.
Επισημαίνεται ότι είναι σκόπιμη η διαφοροποίηση της μεθόδου επίτευξης ετοιμότητας για την υλοποίηση των δράσεων και των σχετικών έργων με βάση το επίπεδο κινδύνου που προκύπτει από την μελέτη ανάλυσης κινδύνου. Συγκεκριμένα σε περιόδους με υψηλό επίπεδο επικινδυνότητας είναι σκόπιμη η, εκ των προτέρων μέσω συμβολαίων, διασφάλιση πόρων (π.χ. εργολάβων επιφυλακής), ενώ σε περιόδους με χαμηλό επίπεδο επικινδυνότητας είναι δυνατόν η υλοποίηση των έργων να γίνεται σε ad hoc βάση.
Διαδικαστικές λεπτομέρειες σε θέματα σχετικά με την κοστολόγηση, την χρηματοδότηση, την δημιουργία μηχανισμού ετοιμότητας, επίβλεψης και συντονισμού δεν παρατίθενται στο παρόν τμήμα αλλά πρέπει να αναφέρονται στα σχετικά τμήματα του Μέρους III.
4.6. Ρόλοι, Αρμοδιότητες & Δράσεις εθελοντικών οργανώσεων συνεργαζόμενων με το Φορέα Σχεδίασης (ΒΑΣ 5, ΒΑΣ 23)
Στο παρόν τμήμα (σε συνέχεια των ορισθέντων στο τμήμα II.4.2) για κάθε φάση εξέλιξης του καταστροφικού φαινομένου και αντίστοιχη φάση κινητοποίησης του συστήματος πολιτικής προστασίας αναφέρονται
         σαφώς και συνοπτικά οι δράσεις που δύνανται να αναλάβουν με ασφαλή τρόπο οι εθελοντικές οργανώσεις που υποστηρίζουν το Φορέα Σχεδίασης και η λειτουργία στην οποία η κάθε μία εντάσσεται.
         οι μονάδες (συνήθως Δ/νσεις) του Φορέα Σχεδίασης που είναι αρμόδιες για την γνώση των δυνατοτήτων, κινητοποίηση, εποπτεία της δράσης, κλπ των εθελοντικών οργανώσεων.
Είναι απαραίτητη η, με σαφήνεια και επιγραμματικό τρόπο, αναφορά (ΦΕΚ, άρθρο, παράγραφος, εδάφιο) του θεσμικού πλαισίου (Ν, ΠΔ, ΚΥΑ, ΥΑ, κλπ) από το οποίο προκύπτουν τα παραπάνω.
Είναι δυνατόν οι εμπλεκόμενες Δ/νσεις να είναι περισσότερες από μία, αλλά πρέπει να ορίζεται ποια Δ/νση έχει την ευθύνη για την υλοποίηση της δράσης, ποιες την υποστηρίζουν και με ποιον τρόπο. Για την διασφάλιση του συντονισμού μεταξύ των επιχειρησιακά εμπλεκομένων μονάδων του Φορέα Σχεδίασης ορίζεται ο ρόλος των Γενικών Διευθυντών (ή των αντιστοίχων θέσεων στον εκάστοτε Φορέα Σχεδίασης) με βάση τις αρμοδιότητες και τις σχετικές εξουσιοδοτικές πράξεις που έχουν εκδοθεί από την Πολιτική Ηγεσία.
Για εποπτικούς λόγους η καταγραφή των παραπάνω σε πίνακα της μορφής του πίνακα 4 είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.
Επισημαίνεται ότι κατά την εφαρμογή του σχεδίου δεν είναι απαραίτητο να αναληφθούν όλες οι αναφερόμενες δράσεις.
Σε ειδικό παράρτημα πρέπει να καταγράφονται οι εθελοντικές οργανώσεις, οι αντίστοιχες δράσεις που αυτές δύνανται να υλοποιήσουν και τα αρμόδια όργανα που έχουν λάβει τις σχετικές αποφάσεις (οι τελευταίες παρατίθενται στο εν λόγω παράρτημα). Αυτές οι πληροφορίες μπορεί να καταστούν ιδιαιτέρως χρήσιμες σε καταστάσεις που θα απαιτηθεί η ad hoc ανάθεση υλοποίησης δράσεων που δεν απαιτούν ειδική εκπαίδευση και εξοπλισμό.
4.7. Συντονιστικές οδηγίες για την ταυτόχρονη ή επακόλουθη εφαρμογή άλλων σχεδίων
Η ταυτόχρονη ή σειριακή εφαρμογή σχεδίων άλλων Δημόσιων ή Ιδιωτικών Φορέων (που
συντάσσονται είτε ως εφαρμογή της ΥΑ 1299/2003 είτε ως εφαρμογή άλλου θεσμικού πλαισίου) δημιουργεί, εν δυνάμει, συνθήκες παρουσίασης ιδιαιτέρων προβλημάτων που σχετίζονται κυρίως με την μεταφορά πληροφορίας (βλέπε Τμήμα και την διοίκηση, έλεγχο και συντονισμό των επιχειρήσεων (βλέπε Τμήμα
III.2). Βασικός σκοπός του παρόντος τμήματος του σχεδίου είναι η διασφάλιση του κατάλληλου πλαισίου και των συνθηκών που είναι απαραίτητες για την λειτουργική διασύνδεση των σχεδίων και την επιτυχή εφαρμογή τους. Στο παρόν τμήμα
         αναφέρονται τα, εν ισχύ, σχέδια άλλων Δημόσιων ή Ιδιωτικών Φορέων τα οποία είναι πιθανόν να απαιτηθεί να εφαρμοστούν ταυτόχρονα ή σειριακά με το παρόν σχέδιο.
         για κάθε σχέδιο
*   αναφέρονται τα όργανα του Φορέα Σχεδίασης που είναι αρμόδια για την μεταφορά πληροφορίας και την μεταβίβαση διοίκησης ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης
     *   περιγράφονται συνοπτικά οι σχετικές διαδικασίες και
*   αναφέρονται οι αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες (Δ/νσεις, κλπ) για την σύνταξη των διαδικασιών
Οι παραπάνω διαδικασίες (οι οποίες παρατίθενται σε παράρτημα) πρέπει να καθορίζουν:
•        Τον τρόπο και το περιεχόμενο της μεταφερόμενης πληροφορίας είτε κατά την ταυτόχρονη εφαρμογή των σχεδίων είτε κατά την φάση της μεταβίβασης της διοίκησης. Συγκεκριμένα η μεταφερόμενη πληροφορία πρέπει να περιέχει, κατ' ελάχιστον, τα ακόλουθα:
*   ιστορικό και περιγραφή της κατάστασης
*   στόχοι επιχειρήσεων
*   ιστορικό δράσεων που έχουν ολοκληρωθεί
*   δράσεις που ευρίσκονται εν εξελίξει
*   δράσεις που εκτιμάται ότι πρέπει να δρομολογηθούν
*   τυχόν προβλήματα που δεν αντιμετωπίστηκαν
*   τομείς στενής συνεργασίας και προσδοκώμενα από τους άλλους Φορείς
         Αρμόδιους για την υλοποίηση όλων των παραπάνω.
         Ποιο πρόσωπο ή όργανο του Φορέα Σχεδίασης παραδίδει (ή παραλαμβάνει) την διοίκηση σε ποιο πρόσωπο ή όργανο του άλλου Φορέα
         Προϋποθέσεις μεταβίβασης διοίκησης
Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην επισήμανση των δυσχερειών που δύναται να παρουσιαστούν σε περιπτώσεις ταυτόχρονης εφαρμογής σχεδίων και των οργάνων που είναι αρμόδια για την εισήγηση και την απόφαση για την διευθέτησή τους (βλέπε και τμήμα ΙΙΙ.2).